- ὠφελίμως
- ὠφέλιμοςhelpingadverbialὠφέλιμοςhelpingmasc acc pl (doric)ὠφέλιμοςhelpingadverbialὠφέλιμοςhelpingmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωφελίμως — ὠφελίμως, ΝΑ, και ωφέλιμα Ν βλ. ωφέλιμος … Dictionary of Greek
ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БУНИС АЛИАТ — [греч. Γρηγόριος Μπούνης ᾿Αλυάτης] (сер. XV в.), иером., визант. мелург. Вероятно, мирское имя Г. Б. А. Георгий (Ath. Dionys. 401, 1434 г.). В нек рых рукописях есть указания на его происхождение из Силимврии (побережье Мраморного м.) (Brux. IV.… … Православная энциклопедия